- χαλκογραφώ
- χαλκογράφησα, χαράζω εικόνα πάνω σε χάλκινη πλάκα, είμαι χαλκογράφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλκογραφώ — έω, Ν χαράζω εικόνα σε χάλκινη πλάκα για εκτύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
χαλκογράφημα — το, Ν (καλ. τεχν.) το έργο που φιλοτεχνείται με τη μέθοδο τής χαλκογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
χαλκογράφημα — το, ατος το αποτέλεσμα του χαλκογραφώ, το απεικόνισμα που τυπώθηκε πάνω στο χαρτί με τη χαλκογραφία, η χαλκογραφία, η γκραβούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)